- κολλητικῆς
- κολλητικόςglutinousfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαιανθρακόπλινθος — ο πλίνθος που γίνεται με συμπίεση (ή με προσθήκη κολλητικής ουσίας) από σκόνη λιθανθράκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιάνθρακας + πλίνθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωΐα] … Dictionary of Greek
εγκόλληση — η (AM ἐγκόλλησις) τοποθέτηση ή προσαρμογή με τη χρησιμοποίηση κολλητικής ουσίας … Dictionary of Greek
κάγκαμον — κάγκαμον, τὸ (Α) είδος αραβικού κόμμεως, γόμας, κολλητικής ουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που συνδέεται με αραβ. kamkām. Ο τ. κάγκαμον μαρτυρείται στη λατ. με τη μορφή cancamum] … Dictionary of Greek
λευκοπλάστης — ο και λευκοπλάστ, το εμπορική ονομασία κολλητικής ταινίας, με βάση το οξείδιο τού ψευδαργύρου και καουτσούκ, η οποία χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση επιδεσμικού υλικού πάνω στο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucoplast < leuc(o)… … Dictionary of Greek
στελίς — η, ΝΑ το παρασιτικό φυτό Viscum album. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από θ. στελ τού στέλλω* με επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. καλαμ ίς), λόγω τής κολλητικής, γλοιώδους ουσίας τού φυτού, που τό στερεώνει] … Dictionary of Greek